Εισαγωγή
Από το 1903 αρχίζει η εγγραφή των πρώτων τροφίμων, οι οποίοι αμέσως κατατάσσονται κατά ειδικότητες επαγγελματικής εκμάθησης6. Την ίδια χρονιά οι τρόφιμοι ήταν 81, μοιρασμένοι σε τέσσερις τάξεις του δημοτικού σχολείου7. Όπως προκύπτει από το μητρώο των τροφίμων “οι αποδράσεις” των παιδιών ήταν τα πρώτα χρόνια πολύ συχνές, παρά το γεγονός ότι “η ηθική κατάστασίς” τους ήταν, κατά την Εφορεία, “αρίστη”, με εξαίρεση τους μεγαλύτερους στην ηλικία τροφίμους.
Το 1908 – 1909 αποφοίτησαν οι πρώτοι τρόφιμοι από το Παπάφειο. Ήδη, τη χρονιά αυτή ο συνολικός αριθμός των παιδιών έφτασε τα 108. Οι δύο στους τρεις τροφίμους γράφονταν στα εργαστήρια του ξυλουργείου και του ραφείου, ενώ κάποιος που είχε κλίση στη ζωγραφική “επεδόθη αποκλειστικώς εις αυτήν”. Η υπό τον Περικλή Χατζηλαζάρου εφορεία επιδεικνύει ίσο ενδιαφέρον για τη λειτουργία του σχολείου και των εργαστηρίων, τα οποία αποδίδουν σημαντικό καθαρό κέρδος, ιδιαίτερα το υπό τη διεύθυνση του αρχιεργάτη Στ. Ζωγράφου ξυλουργείο. Τα έσοδα και τα έξοδα είναι περίπου ισοσκελισμένα8.
* (Από το Βιβλίο Το Παπάφειο Ορφανοτροφείο και το Επιπλοποιείο του) Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου Διδάκτωρ Οικονομικού Τμήματος ΑΠΘ.
7 Έκθεσις των υπό της εφορείας του Ορφανοτροφείου ‘Μελιτεύς” πεπραγμένων κατά το έτος 1904 – 1905, εν Λειψία 1906, σ. 4. Αντιπρόεδρος της εφορείας ήταν ο ιατρός Π. Οικονόμου και γραμματεύς ο Π. Πεσνικίδης.
8 Λογοδοσία της Εφορείας του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς’ της χρήσεως 1909 – 1910, εν Θεσσαλονίκη 1911, σ. 3 -7.
Η Περίοδος των Πολέμων
Σοβαρή διαταραχή στη ζωή του Ορφανοτροφείου επήλθε κατά τη διάρκεια των βαλκανικών και του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Το 1912 το κτίριο επιτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο έως το Δεκέμβριο του 1913, περίοδο κατά την οποία οι τρόφιμοι εγκαταστάθηκαν στο οίκημα Μπαλταδώρου. Τον Αύγουστο του 1914 το κτίριο επιτάχθηκε και πάλι και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Οι τρόφιμοι εγκαταστάθηκαν στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Στην κατοχή του Ορφανοτροφείου παρέμειναν μόνον μερικές αποθήκες, ο λαχανόκηπος και τα εργαστήρια, τα οποία, έστω και υποτυπωδώς, δε σταμάτησαν να λειτουργούν. Βέβαια, τα οικονομικά του Ιδρύματος και η ποιότητα της εκπαίδευσης επηρεάσθηκαν αρνητικά από την περιπέτεια αυτή9.
Τον Απρίλιο του 1916 οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές ζήτησαν να μισθώσουν το κτίριο του Παπαφείου. Η αύξηση του κόστους ζωής και η υποτίμηση του φράγκου στην αγορά της Θεσσαλονίκης10 είχαν συντελέσει στην επιδείνωση των οικονομικών του Ορφανοτροφείου11, και έτσι η Εφορεία συμφώνησε να παραχωρήσει το κτίριο, για να χρησιμοποιηθεί ως κεντρικό βρετανικό στρατιωτικό νοσοκομείο12. Οι διαπραγματεύσεις για το μίσθωμα ήταν σκληρές και οι Βρετανοί δε δίστασαν να προβάλουν το επιχείρημα πως ήταν στρατός κατοχής. Τελικά, κατέβαλαν ένα μεγάλο μέρος του μισθώματος υπό τη μορφή δωρεάς προς τα ορφανά13.
Οι τρόφιμοι παρέμειναν στη μονή της Αγίας Αναστασίας ως το Σεπτέμβριο του 1915. Μετά δίμηνη προσωρινή εγκατάσταση στο Θεαγένειο Νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν στο “εν τη συνοικία Αγίας Τριάδος κατάστημα του Διδασκαλείου Αρρένων” όπου και έμειναν ως τον Απρίλιο του 1916. Στη συνέχεια, ως κοιτώνες μισθώθηκαν τα ακίνητα Καραγιάννη και Νακοπούλου, στην περιοχή Καραγάτσια (ενορία Αναλήψεως), και ως σχολείο και εργαστήρια η οικία των κληρονόμων Νικολάου Χατζηλαζάρου στην ίδια περιοχή. Στο τελευταίο αυτό σπίτι ανεγέρθηκαν παραπήγματα για τη λειτουργία του ξυλουργείου. Σε όλη αυτή την περίοδο τα εργαστήρια δε σταμάτησαν να λειτουργούν, αν και η πρόσληψη εξωτερικών τεχνιτών ήταν αδύνατη “ένεκα υπερτιμήσεως των ημερομισθίων”. Η αποφοίτηση όμως των παλαιότερων τροφίμων δημιούργησε σταδιακά κενό στην τεχνογνωσία παραγωγής. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς μετακινήσεις και οι ένεκα του πολέμου διατροφικές δυσχέρειες δημιούργησαν υγειονομικά προβλήματα στους τροφίμους14. Μέσα από τις δυσκολίες αυτές, η Εφορεία – στη σύνθεση της οποίας προστέθηκε και ο μετέπειτα δήμαρχος Ν. Μάνος -εκτίμησε ότι μέρος των προσόδων από την ενοικίαση του κτιρίου έπρεπε, μόλις οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, να διατεθεί για την ίδρυση σιδηρουργείου, υφαντουργείου, βαφείου “και άλλων χρηοίμων τεχνών τας οποίας δύνανται οι ορφανοί δι’ ολίγων κεφαλαίων να ασκήσωσι” όχι μόνο στις πόλεις αλλά και σε χωριά. “Πρέπει δε αι διδαοκόμεναι τέχναι να είναι ανάλογοι προς την σωματικήν διάπλασιν και την ιδιοφυΐαν των παιδιών και να προτιμώνται αι τέχναι αι ευχερέστερον εκμανθανόμεναι και ευκολώτερον πανταχού ασκούμεναι”, ανάμεσα στις οποίες η κηπουρική και η δενδροκομία.15 Δυστυχώς, η κατεύθυνση αυτή, που θα μπορούσε να δώσει οικονομική αυτοδυναμία στο Ίδρυμα (με την ίδρυση νέων εργαστηρίων εκτός από το ξυλουργείο, το υποδηματοποιείο και το ραφείο) και να εμπλουτίσει τις επαγγελματικές δυνατότητες των αποφοίτων δεν υλοποιήθηκε
Τα ορφανά εγκαταστάθηκαν και πάλι στο κτίριο του Παπαφείου το Μάιο του 1919. Οι ζημιές στο κτίριο ήταν πολλές και οι Βρετανοί δε συνέβαλαν οικονομικά στην πλήρη αποκατάσταση τους16. Το κύριο πρόβλημα ήταν το οικονομικό, αφού πλέον τα τακτικά έσοδα δεν κάλυπταν ούτε το ένα τρίτο των δαπανών. Ο Κ. Τάττης, αποκλείοντας την περίπτωση να μειωθεί ο αριθμός των τροφίμων, πρότεινε τη λήψη δραστικών μέτρων όπως: να ενοικιασθεί το μισό κτίριο “ως εξοχικόν ξενοδοχείον” σε ιδιώτη, να ιδρυθεί πρατήριο στο κέντρο της πόλης, να αναδιοργανωθούν τα εργαστήρια, ώστε να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης και να αυξηθούν τα έσοδα τους, να καταργηθεί το ραφείο “διότι και τον προορισμόν του δεν εκπληροί και το σώμα και το πνεύμα ουδόλως αναπτύσσει αλλά μάλλον βλάπτει καθόσον οι ράπται γίνονται καχεκτικοί”. Ζήτησε ακόμη να γίνονται μεγαλύτερες οικονομίες στην προμήθεια και τη διαχείριση. Με τις απόψεις αυτές συμφώνησε ο Ν. Μάνος, ενώ ο Ανθίδης και ο Καλλιδόπουλος θεώρησαν πως θα ήταν προτιμότερο αντί για ξενοδοχείο να εκμισθωθεί πτέρυγα του κτιρίου ως σχολείο17. Ομοφωνία υπήρχε ως προς την ανάγκη να εισαχθούν στο Ορφανοτροφείο κι άλλες “τέχνες” και να διδάσκονται καλύτερα. Προς την κατεύθυνση αυτή ήταν προσανατολισμένη η πρόταση που διατυπώθηκε στα τέλη του 1919 εκ μέρους του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (Α.Ε.Σ.) για την ίδρυση βιομηχανικής σχολής στο Παπάφειο. Ο Α.Ε.Σ. θα προμήθευε έπιπλα, σκεύη και ό,τι άλλο χρειαζόταν για 500 ορφανούς (έναντι 122 που είχε το Ίδρυμα το 1922), θα εξασφάλιζε το αναγκαίο προσωπικό και θα παρείχε υλική βοήθεια στην εξασφάλιση τροφής. Ως προϋπόθεση έμπαινε η συμμετοχή του Α.Ε.Σ. στη διοίκηση, προϋπόθεση που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με βασικούς όρους του ιδρυτή Ι. Παπάφη. Η δελεαστική πρόταση απασχόλησε τους εφόρους, αλλά τελικά δεν έγινε δεκτή18. Η στάση των μελών της Εφορείας απέναντι στη συγκεκριμένη πρόταση είναι πολύ χαρακτηριστική για τη νοοτροπία με την οποία αντιμετώπιζαν το διαφαινόμενο οικονομικό αδιέξοδο της Σχολής. “Ημείς ούτε Βιομηχανικήν σχολήν δυνάμεθα να ιδρύσωμεν ούτε ξένους συνδιοικητάς να δεχθώμεν” τόνισε ο Μάνος με πλήρη ομοφωνία των υπολοίπων. Εναλλακτικώς προτάθηκαν είτε η εκμίσθωση του μισού κτιρίου στον Α.Ε.Σ. είτε η εισαγωγή ορφανών της επιλογής του με ταυτόχρονη εκ μέρους του καταβολή αποζημιώσεως. Επίσης, η Εφορεία παρέπεμψε το ζήτημα στην κοινοτική αντιπροσωπεία, αφού προηγουμένως βολιδοσκόπησε το Υπουργείο Παιδείας. Η ουσία της πρότασης, δηλαδή η ίδρυση μιας βιομηχανικής σχολής, έμεινε αναπάντητη19.Η διοίκηση του Ορφανοτροφείου προσπάθησε έπειτα να εκμισθώσει τμήμα του κτιρίου στο Υπουργείο Παιδείας, για να χρησιμοποιηθεί ως διδασκαλείο, συμμετείχε μάλιστα και σε σχετική δημοπρασία, αλλά ατυχώς η προτεινόμενη πτέρυγα επιτάχθηκε για να εγκατασταθεί στρατιωτικό νοσοκομείο20.
9 Λογοδοσία της εφορείας του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς” χρήσεως 1913 – 1914 και 1914 – 1915, εν Θεσσαλονίκη 1918, σ. 3 – 7. Από την Εφορεία του Ορφανοτροφείου πέρασαν κατά την περίοδο αυτή οι Αθαν. Καλλιδόπουλος, Ιωσ. Αδαμίδης, Κ. Τάττης, Π. Συνδίκας, Αλ. Ανθίδης, Γεωργ. Πεντζίκης. Διευθυντής ήταν ο Αντ. Τούσας, ενώ ενεργό ρόλο είχε ο τότε δάσκαλος και μετέπειτα διευθυντής Αλ. Πετρίδης. Βλ. αυτ.
10 Οι βασικές πρόσοδοι του Ιδρύματος προέρχονταν από το κληροδότημα του Ι. Παπάφη, οι τόκοι του οποίου πληρώνονταν σε φράγκα. Για την έκπτωση του γαλλικού νομίσματος και τα προβλήματα που δημιούργησε Βλ. Ε. Χεκίμογλου, “Θεσσαλονίκη: Η προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Δύο ανέκδοτα έγγραφα για τα οικονομικά της”, εφ. Ελληνικός Βορράς, φ. 30.8.1992, σ. 20-21. Idem, “Οι Γάλλοι στη Μακεδονία”, εφ. Καθημερινή, φ. 9.9.1990. Πρβλ. Ν. Πετσάλη – Διομήδη, Η Ελλάδα των Δυο Κυβερνήσεων, Αθήνα 1988, σ. 119 – 127.
11 Ωστόσο η Εφορεία, με πρόταση του Κ. Τάττη, χορήγησε επιμίσθιο στο προσωπικό του Ορφανοτροφείου για να αντιμετωπίσει τις αντίξοες “του σημερινού βίου περιστάσεις” [Παπάφειον Ορφανοτροφείον, Πρακτικά συνεδριάσεων Εφορείας: εφεξής Πρακτικά συνεδριάσεων. Συνεδρίαση 14.9.1917] και τα Χριστούγεννα του 1917 κατέβαλε διπλό μισθό [Πρακτικά συνεδριάσεως 18.12.1917]. Τον επόμενο Σεπτέμβριο αυξήθηκε ο μισθός των προϊσταμένων των εργαστηρίων και του Α. Πετρίδη [Πρακτικά συνεδριάσεως 22.9.1918].
12 Λογοδοσία της εφορείας του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς” των ετών 1915 – 16, 1916 -17, 1917 – 18, Θεσσαλονίκη, 1920, σ. 4.
13 Πρακτικά συνεδριάσεων 2.3.1917 και 11.4.1917. Η Εφορεία θεώρησε ότι εκμίσθωσε το κτίριο προς £ 9.000 για τον πρώτο χρόνο και προς £ 6.000 για το δεύτερο [βλ. Λογοδοσία, ό.π.]. Ο βρετανός στρατηγός Travers Clark θεώρησε ότι το ετήσιο μίσθωμα ήταν μόνον £ 1.500 και τα υπόλοιπα καταβλήθηκαν ως ενίσχυση για τα ορφανά [Πρακτικά, ό.π.]. Στην περίοδο που το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο, οι βρετανικές αρχές εγκατέστησαν παροχή ύδατος από το Χορτιάτη, συνολικής δαπάνης £ 2.500, ποσό που παρακράτησαν από το μίσθωμα [Λογοδοσία, ό.π.].
14 Λογοδοσία, όπ., σ. 5 – 9. Τον Απρίλιο του 1918, μετά το θάνατο ενός ορφανού από οξύτατη φυματίωση και την εμφάνιση σταφυλόκοκκου, αποφασίσθηκε να αραιώσουν τα κρεβάτια, τα μαθήματα να γίνονται στο ύπαιθρο για να χρησιμοποιηθούν οι αίθουσες διδασκαλίας ως κοιτώνες, να ενισχυθεί με περισσότερο κρέας και ψωμί το διαιτολόγιο, να γίνει αντισηψία και να επιχωματωθεί το έλος που βρισκόταν ανατολικώς του κτιρίου. Προς στιγμή έγινε η σκέψη να αγορασθεί η οικία Χατζηλαζάρου για να στεγάσει ορφανοτροφείο θηλέων, αλλά οι Μάνος και Παιονίδης γνωμάτευσαν ότι η θέση της ήταν ακατάλληλη. Βλ. Πρακτικά συνεδριάσεων 10 και 25.4.1918.
15 Λογοδοσία, ό.π.. σ. 9 – 10.
16 Πρακτικά συνεδριάσεως 1.6.1919.
17 Πρακτικά συνεδριάσεως 13.7.1919.
18 Πρακτικά συνεδριάσεως 19.12.1919.
19 Αυτ.
20 Λογοδοσία της Εφορείας του Παπαφείου Ορφανοτροφείου χρήσεως 1921 – 1922, χ.τ. [Θεσσαλονίκη], χ.χ., σ. 4.
Η Οικονομική Κρίση
Στην περίοδο πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, ένεκα της οποίας αυξήθηκε κατά πολύ ο αριθμός των ορφανών, και το Ορφανοτροφείο αντιμετώπισε σειρά νέων δυσχερειών, τα έσοδα του προέρχονταν από τις εξής πηγές:
α) Τους τόκους του κληροδοτήματος Παπάφη. Το κληροδότημα ήταν κατατεθειμένο στη γαλλική τράπεζα Comptoir National d’ Escompte de Paris
β) επιδόματα ιερών ναών της πόλης21.
γ) επιδόματα από το Δήμο Θεσσαλονίκης, την Κοινότητα Θεσσαλονίκης και το Δημόσιο22.
δ) Έσοδα από εράνους, προσφορές συντεχνιών23 , φιλανθρωπικούς χορούς24
ε) Έσοδα από κληροδοτήματα, όπως αυτό της Ευφροσύνης χήρας Περικλή Χατζηλαζάρου25.
στ) Μεγάλο περιθώριο για ύπαρξη εσόδων είχαν τα εργαστήρια. Δυστυχώς όμως οι αιφνίδιες και αλλεπάλληλες επιτάξεις, η έλλειψη κεφαλαίων για ριζικό εκσυγχρονισμό, η αδυναμία προώθησης των πωλήσεων, το υψηλό σχετικά απόθεμα πρώτων υλών και η παγιοποίηση των χρεών τρίτων συνέβαλαν ώστε η συμβολή των εργαστηρίων να διακυμαίνεται από χρονιά σε χρονιά από πολύ σημαντικά επίπεδα μέχριεκμηδενισμού. Έγινε πάντως προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της κινητήριας δύναμης του ξυλουργείου26, ώστε να αυξηθεί η απόδοση του. Η βαριά ασθένεια και ο θάνατος όμως του εργαστηριάρχη Σταύρου Ζωγράφου αντιστάθμισε τις όποιες προσπάθειες27.
Το ζήτημα της αντικατάστασης της μηχανής του ξυλουργείου είναι πολύ χαρακτηριστικό για τη βραδύτητα με την οποία λαμβάνονταν οι αποφάσεις από πρόσωπα που είχαν, πολύ συχνά, μικρή γνώση για το συγκεκριμένο θέμα. Ο έφορος Κ. Τάττης προσκόμισε, στις αρχές του 1920, έκθεση του μηχανικού Μαντζανόπουλου. Αυτός γνωμάτευσε ότι η υφιστάμενη μηχανή του ξυλουργείου, που έκαιγε ανθρακίτη, δεν έπρεπε να αντικατασταθεί, διότι είχε χαμηλή κατανάλωση. Ο έφορος Αθ. Καλλιδόπουλος δήλωσε ότι κι αυτός ρώτησε ένα φίλο του μηχανικό που είχε την ίδια γνώμη. Ο έφορος Ανθίδης δήλωσε όμως ότι η μηχανή θα έπρεπε να κινείται μάλλον με ηλεκτρικό ρεύμα. Τελικά κρίθηκε ότι η μηχανή έπρεπε να διατηρηθεί28. Την επόμενη Κυριακή προσήλθε και ο μηχανικός Μαντζανόπουλος στη συνεδρίαση για να τονίσει και προφορικά ότι η μηχανή του ανθρακίτη ήταν πιο οικονομική από τις μηχανές ντίζελ, των οποίων η κατανάλωση σταδιακά αυξανόταν. Στην ένσταση του Ανθίδη για κίνηση με ηλεκτρικό ρεύμα, ο μηχανικός απάντησε ότι το ρεύμα δε συμφέρει, διότι “και δαπανηρόν είναι και την απαιτουμένην κανονικήν δύναμιν δεν θα έχη”. Μπροστά στην επιμονή του Ανθίδη, παραδέχθηκε ότι η ιδεώδης λύση θα ήταν αν αργότερα μπορούσε να προστεθεί ηλεκτρικό μοτέρ “εις έκαστον εξάρτημα της μηχανής”. Η εφορεία ανέθεσε στον πειστικό μηχανικό να κάνει έναν κατάλογο των εξαρτημάτων που έλειπαν από την παλιά μηχανή του ξυλουργείου29. Το Μάιο της ίδιας χρονιάς η μηχανή δεν είχε αρχίσει ακόμη να δουλεύει, ο Μαντζανόπουλος περίμενε τα εξαρτήματα, ενώ ορισμένοι έφοροι δήλωσαν ότι έπρεπε να μελετηθεί αν ήταν προτιμότερο να καίει η μηχανή ξυλάνθρακες και πελεκούδια παρά ανθρακίτη30. Τον Ιούλιο είχαν εντοπιστεί στην αγορά μερικά από τα εξαρτήματα, και οι έφοροι εξουσιοδοτούσαν τον Ανθίδη να συνεννοηθεί με τον Μαντζανόπουλο για την αγορά τους31. Τον επόμενο Φεβρουάριο η εφορεία εξέτασε την αίτηση του μηχανικού Καραγκούνη να ανταλλάξει την κινητήρια δύναμη της μηχανής “από πτωχού αερίου δι’ ακαθάρτου πετρελαίου”32. Τον Ιούλιο του 1921 ο Ανθίδης, ίσως με κάποια αγανάκτηση, δήλωνε σε συνεδρίαση της εφορείας ότι “η δι’ ηλεκτρισμού κίνησις είναι πάντοτε επικερδεστέρα” και ότι, αν δε γίνεται άσκοπη κίνηση των εξαρτημάτων, ναι μεν θα υπάρχει κόστος για την κίνηση αλλά και η απόδοση θα είναι μεγαλύτερη33. Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίσθηκε επιτέλους να πουληθεί η παλιά μηχανή και να αντικατασταθεί με ηλεκτρικό μοτέρ. Την ίδια απόφαση επανέλαβε η εφορεία και το Νοέμβριο του 1921, διότι προφανώς παρέμεινε ανεκτέλεστη34. Τελικώς η μηχανή πουλήθηκε τον Απρίλιο του 1922, και η εφορεία εξουσιοδότησε τα μέλη της Μάνο και Ανθίδη να βρουν για αγορά μοτέρ ίσης αξίας με τη μηχανή που πουλήθηκε35. Μόλις τον Αύγουστο πραγματοποιήθηκε η αγορά από το κατάστημα Παταπατίου και Λωτσοπούλου36.
Το Παπάφειο διεκδίκησε, χωρίς επιτυχία, τα έσοδα του Κήπου των Πριγκίπων, τα οποία παλαιότερα ανήκαν στο Ισλαχανέ37, με το αιτιολογικό ότι από την ίδρυση του Παπαφείου οι χριστιανοί ορφανοί φοιτούσαν αποκλειστικά πλέον σε αυτό και όχι στο οθωμανικό σχολείο38.
Το κτίριο του Παπαφείου έμεινε ανεπίτακτο μόνο στο διάστημα Ιουνίου 1922 – Απριλίου 1923, οπότε και επιτάχθηκε ξανά από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές, και το Ορφανοτροφείο περιορίσθηκε σε μία πτέρυγα του ισογείου ως τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Μόνο τότε, έπειτα από πολύ καιρό, το Ορφανοτροφείο εγκαταστάθηκε κανονικά στο οίκημα του. Οι τρόφιμοι αυξήθηκαν στους 130 (από τους οποίους οι 70 μάθαιναν ξυλουργική και οι 41 ραπτική)39. Οι δωρεές των αγοραστών ακινήτων του β’ τομέα40 ενίσχυσαν τα οικονομικά του, ταυτόχρονα με την αύξηση της δημοτικής επιχορήγησης41.
Την επόμενη χρονιά το Ορφανοτροφείο αναγκάσθηκε να εκποιήσει ένα οικόπεδο του νέου σχεδίου, στην ενορία της Αγίας Θεοδώρας, το οποίο προερχόταν από τα περιουσιακά στοιχεία του παραπάνω ναού και παραχωρήθηκε από την κοινότητα στο Παπάφειο κατά τη διάρκεια του ανασχεδιασμού της πόλης42. Συμπληρωματικά, για να καλυφθεί το έλλειμμα, και πέρα από την επιχορήγηση του Δήμου, διοργανώθηκε μεγάλη λαχειοφόρος αγορά, με δώρα διάφορες κατασκευές από το ξυλουργείο του Ιδρύματος και εκμισθώθηκαν αργούντα μηχανήματα του ξυλουργείου, το οποίο άλλωστε παρουσίασε αξιόλογα κέρδη.
Υπό το φως της επικείμενης διάλυσης της Κοινότητας43, το κλίμα μεταξύ των κοινοτικών παραγόντων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του 1925 δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό, για να αντιμετωπιστούν τα τεράστια οικονομικά προβλήματα του Παπαφείου. Εκδηλώνονται ενδοκοινοτικές έριδες και ο γενικός διοικητής Καναβός κάνει εχθρικές δηλώσεις κατά της Κοινότητας και του Ορφανοτροφείου44. Την ίδια χρονιά και ως τις αρχές του 1926 οι τρόφιμοι έχουν ξεπεράσει τους 188, ο Κ. Τάττης πεθαίνει, αφήνοντας μεγάλο κενό στη διοίκηση του Ιδρύματος, και το τεράστιο έλλειμμα καλύπτεται μόνον εν μέρει από δημοτική επιχορήγηση, μερικές απρόβλεπτες δωρεές και την κοινοτική ενίσχυση, που όμως δίνεται για τελευταία φορά. Οι σκέψεις των εφόρων για την ίδρυση σιδηρουργείου μέσα στο Ορφανοτροφείο και ενός πρατηρίου στο κέντρο της πόλης για την πώληση των προϊόντων των εργαστηρίων ,μένουν ανεφάρμοστες ελλείψει πόρων. Η διοίκηση διαπραγματεύεται με την υπό σύσταση Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για να εκμισθώσει μερικούς από τους χώρους του Ιδρύματος, προκειμένου να εξασφαλίσει έσοδα, αλλά η υπόθεση ναυαγεί.45. Ευτυχώς για το Ίδρυμα ναυαγεί και η απόπειρα να στεγαστεί στο κτίριο το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενδεχόμενο που αποτρέπεται ύστερα από παρέμβαση του Παπαναστασίου46. Η επόμενη διετία συσσωρεύει ένα μεγαλύτερο ακόμη έλλειμμα, καθώς το Ορφανοτροφείο, με 177 τροφίμους και με υποβαθμισμένη τη δραχμική απόδοση των τόκων του κληροδοτήματος, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καταβολή του ανεπαρκούς δημοτικού επιδόματος, το οποίο δεν εκταμιεύεται πλήρως ούτε εγκαίρως. Το 1928 αντικαθίσταται η διοίκηση, που ως τότε είχε μείνει σχεδόν σταθερή, με νέα πρόσωπα, λόγω των αλλαγών στο κοινοτικό νομικό καθεστώς, και έφοροι γίνονται οι Μάνος (μετέπειτα δήμαρχος), Κοσμόπουλος (μετέπειτα δημαρχεύων), Σερεμέτης (μετέπειτα δημαρχεύων) και Διακάκης (σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος Κοντογούρη)47.
Τα χρέη ήδη πνίγουν το Ορφανοτροφείο, όταν η κρίση του 1929 εκδηλώνεται. Και μάλιστα, η συγκυρία είναι ατυχής: τα εργαστήρια δεν έχουν κέρδη, το φράγκο υποτιμάται (άρα οι τόκοι του κληροδοτήματος μειώνονται), οι προσπάθειες για την κατάρτιση σύμβασης με σιδηρουργό για την επέκταση της εκπαίδευσης στον τομέα αυτόν ματαιώνονται. Έτσι, το δημοτικό επίδομα φτάνει να καλύπτει τα πέντε έβδομα των δαπανών, αναλογία που αυξάνεται το 193048.
21 Πρακτικά συνεδριάσεως 19.5.1920.
22 Πρακτικά συνεδριάσεων 3.11.1919, 24.11.1919, 12.6.1919, 22.9.1920, 9.3.1921, 16.9.1921, 7.3.1922. Στον απολογισμό του 1921 – 1922 [Λογοδοσία, ό.π.] έχει καταχωρισθεί δημοτικό επίδομα 59.575 δρχ., έσοδα από ναούς μόνο 175 δρχ., ενώ το κέρδος των εργαστηρίων έφτασε τις 47.838 δρχ.
23 Πρακτικά συνεδριάσεως 24.5.1920 και 27.7.1920.
24 Όπως η γιορτή της Πρωτομαγιάς, που το 1920 έγινε στον κήπο του Παπαφείου με κέρδος 21.000 δρχ. [Πρακτικά συνεδριάσεως 5.5.1920] ενώ το 1922 στον κήπο του Μπες Τσινάρ με κέρδος 15.574 δρχ. [Λογοδοσία, ό.π.].
25 Πρακτικά συνεδριάσεων 16.9.1921 και 16.4.1922, Λογοδοσία, ό.π., σ. 5. Η Ευφροσύνη χήρα Περικλή Χατζηλαζάρου, το γένος Βασίλη, πέθανε στην Αθήνα το 1921 και κληροδότησε 20.000 δρχ. στο Παπάφειο, ποσό που καταβλήθηκε “εις παλαιόν νόμισμα” από τους κληρονόμους της. Σημειώνεται εδώ ότι, μετά το θάνατο του Περικλή Χατζηλαζάρου (1917), η δεύτερη σύζυγος του Ευφροσύνη ήρθε σε δικαστική διαμάχη με το γιο του συζύγου της, Κλέωνα Χατζηλαζάρου, διότι ουσιαστικά ο δεύτερος αποκληρώθηκε, και όλη η μεγάλη περιουσία του πατέρα του περιήλθε στην ευφροσύνη. Τέθηκε μάλιστα θέμα γνησιότητας της διαθήκης που προσκόμισε η τελευταία.
26 Συγκεκριμένα αντικαταστάθηκε η μηχανή του με νέα, ιπποδύναμης 15 ίππων. Η αξία της ήταν μόλις 7.500 δρχ., ποσό που, αν συγκριθεί με τον τζίρο του ξυλουργείου, δείχνει ότι μία από τις αιτίες της χαμηλής απόδοσης του τελευταίου ήταν ο ατελής εκμηχανισμός του.
27 Λογοδοσία της Εφορείας του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1922 – 1923, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 4.
28 Πρακτικά συνεδριάσεως 12.1.1920. κ Πρακτικά συνεδριάσεως 19.1.1920.
30 Πρακτικά συνεδριάσεως 19.5.1920.
31 Πρακτικά συνεδριάσεως 9.7.1920.
32 Πρακτικά συνεδριάσεως 9.2.1921.
33 Πρακτικά συνεδριάσεως 13.7.1921.
34 Πρακτικά συνεδριάσεως 16.11.1921.
35 Πρακτικά συνεδριάσεως 7.4.1922.
36 Πρακτικά συνεδριάσεων 26.8.1922 και 2.9.1922. Το κατάστημα αυτό ανέλαβε αργότερα τη γενική ηλεκτρολογική επιμέλεια των πρώτων διοργανώσεων της ΔΕΘ
37 Περί του Ισλαχανέ, που ήταν σχολείο εκμάθησης εφαρμοσμένων τεχνών και ταυτόχρονα ορφανοτροφείο βλ. Γ. Κοντογιάννη, “Σχολεία αλλοφύλων εν Θεσσαλονίκη”, ΜΗΠΣ 3 (1910) σ. 158 (“επαγγελματική σχολή των ορφανών”). Οι τέχνες ήταν αυτές που διδάσκονταν και στο Παπάφειο και επιπλέον οι λιθογραφικές. Για το ζήτημα των αξιώσεων του Ισλαχανέ στο Μπες Τσινάρ πρβλ. και ΚΔ. Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1951, σ.48.
38 Πρακτικά συνεδριάσεως 12.9.1919.
39 Λογοδοσία της Εφορείας του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1923 – 1924, Θεσσαλονίκη 1924, σ. 3-4.
40 Για τη διαδικασία ανασχεδιασμού της πόλης βλ. Α. Καραδήμου – Γερόλυμπου, Επανασχεδιασμός και ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, Θεσσαλονίκη 1986,σ. 78-175.
41 Λογοδοσία 1922 – 1923, ό.π.
42 Αυτ., σ Α. επίσης, Απολογισμός και Ισολογισμός του Ορφανοτροφείου “Μελιτεύς” χρήσεως 1924 – 1925, χ.τ., χ.χ., όπου καταγράφεται είσπραξη 480.000 δρχ. για την αξία του οικοπέδου 8/1 (χωρίς σελιδαρίθμηση). επίσης το Παπάφειο εισέπραξε την επόμενη χρονιά ένα τμήμα του τιμήματος από την πώληση ενός άλλου κοινοτικού οικοπέδου (141/13), το οποίο βρισκόταν στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας [ό.π]. Το οικόπεδο αυτό, ενταγμένο στο νέο σχέδιο της πόλης, δε μνημονεύεται στα παλαιότερα κτηματολόγια [πρβλ. Θ. Μαντοπούλου – Παναγιωτοπούλου και ε. Χεκίμογλου, ό.π.] και πιθανώς προήλθε από ανταλλαγές κτηματικών δικαιωμάτων του ιερού ναού Αγίου Νικολάου.
43 Βάσει του νόμου 2508 του 1920 οι χριστιανικές ορθόδοξες κοινότητες των Νέων Χωρών διαλύονταν και η περιουσία τους μοιραζόταν σε τρία τμήματα: εκκλησιαστική, σχολική και ευαγών ιδρυμάτων. Τροποποίηση του νόμου έγινε με το από 25 Φεβρουαρίου 1926 νομοθετικό διάταγμα, το οποίο εφαρμόσθηκε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς.
44 Πρβλ. εφ. Εφημερίς των Βαλκανίων, φ. 5.1.1925, όπου καταγγελίες κατά της κοινοτικής αντιπροσωπείας, επίσης, στην ίδια εφημερίδα, φ. 29.1.1925, δηλώσεις του γενικού διοικητή περί του ανεξέλεγκτου της κοινοτικής περιουσίας και στο φ. 30.1.1925 εξαγγελία μονομερούς απόφασης του για είσοδο ορφανών προσφυγοπαίδων στο Παπάφειο.
45 Λογοδοσία της Εφορείας του Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1925 – 1926, Θεσσαλονίκη 1926, σ. 3 – 6.
46 Εφ. Εφημερίς των Βαλκανίων, φ. 8.1.1925.
47 Λογοδοσία της Εφορείας του Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1926 – 1927 και 1927 – 1928, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 3 – 5. Η κάλυψη των δαπανών δε θα ήταν δυνατή χωρίς την πώληση του οικοπέδου 141/13 και χωρίς σημαντικές κληροδοσίες, όπως της Πηνελόπης Λεούνη και του Ν. Αγγελόπουλου.
48 Λογοδοσία της Επιτροπής του Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτευς” Θεσσαλονίκης της 11μήνου χρήσεως 1928 – 1929, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 3 – 6. Λογοδοσία της Επιτροπής του Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1929 – 1930, χ.τ., χ.χ., σ, 3 – 5.
H Κρατική Παρέμβαση
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ένεκα όλων των παραγόντων που προαναφέρθηκαν, το Ορφανοτροφείο βαδίζει σταδιακά σε ένα δρόμο που κανείς πριν από λίγα χρόνια δε θα φανταζόταν. Επί μία τριετία δεν εισάγονται νέοι τρόφιμοι στο Ίδρυμα για λόγους οικονομιών. Τα ορφανά είναι μόλις 70 στα 1935, και οι μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου δε λειτουργούν. Το προσωπικό περιορίζεται, και τα εργαστήρια εκμισθώνονται σε τρίτους. Παρόλες τις περικοπές, το κληροδότημα καλύπτει μόλις τις μισές δαπάνες και το υπόλοιπο συμπληρώνεται από το Δήμο49.
Η βασική τομή στην προπολεμική ιστορία του Ορφανοτροφείου γίνεται το έτος 1935. Τη διοίκηση αναλαμβάνουν ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Μάνος μαζί με τους Κοσμόπουλο, Μαργαρόπουλο και Μουστάκα. Η νέα διοίκηση επιδιώκει και επιτυγχάνει την άμεση κρατική χρηματοδότηση και, βέβαια, παρέμβαση50. Οι πολιτευτές της Θεσσαλονίκης μεσολαβούν χωρίς να είναι βέβαιο ποιος τελικά επιτυγχάνει την ψήφιση ενός ειδικού νόμου. Το Ορφανοτροφείο μετονομάζεται σε “Εθνικόν Παπάφειον Ορφανοτροφείον ο Μελιτεύς” και θίγονται βασικές αρχές της αυτοτέλειας του. Με μεσολάβηση του Μάνου αποσύρονται οι διατάξεις που έθιγαν τη σύνθεση της διοίκησης, τα μέλη της οποίας έπρεπε να προέρχονται, σύμφωνα με τη διαθήκη του Παπάφη, από τις εφορείες των κοινοτικών εκπαιδευτηρίων και του νοσοκομείου. Από το 1935, το ένα τρίτο των δαπανών καλύπτεται από το Δήμο και ένα τρίτο από το Δημόσιο, με τάσεις περαιτέρω αυξήσεως. Με τη χρηματοδοτική αυτή ανακούφιση εισάγονται νέοι τρόφιμοι, επαναλειτουργούν σταδιακά τα εργαστήρια και παύουν οι εκμισθώσεις των αργούντων μηχανημάτων51. Την ίδια χρονιά τμήμα του κτιρίου καταλαμβάνεται για τον περιορισμό πολιτικών κρατουμένων52 . Ατυχώς η γαλλική κυβέρνηση παρακρατεί 10% από τους τόκους του κληροδοτήματος, που έτσι κι αλλιώς συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο53. Τον Οκτώβριο του 1935 αρχίζει η λειτουργία του σιδηρουργείου54.
Ξαναρχίζουν οι συζητήσεις γύρω από την εξεύρεση των καλύτερων τρόπων λειτουργίας, και ο διευθυντής Α. Πετρίδης εισηγείται να ακολουθήσει το Ορφανοτροφείο το υπόδειγμα του Ιδρύματος Χατζηκώστα55, συζήτηση που είχε ξαναγίνει στις αρχές της δεκαετίας του 189056. Στις 15.10.1936 το Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης παθαίνει σοβαρές ζημίες από πυρκαγιά, και οι ασθενείς φιλοξενούνται για ένα χρόνο σε πτέρυγα του Παπαφείου. Οι τρόφιμοι του τελευταίου φτάνουν τους 180. Διαθέτουν πλέον λουτήρες με ζεστό νερό και, χάρη στη δωρεά της οικογένειας Μοσκώφ, ένα ραδιόφωνο που ίσως αλλάζει το κλίμα του Ορφανοτροφείου. Συμμετέχουν με έργα των εργαστηρίων σε έκθεση των συναφών ιδρυμάτων που γίνεται στο Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα57. Στη διάρκεια του 1936, το Ορφανοτροφείο δέχεται μαζικές εισαγωγές πλεοναζόντων ορφανών από ανάλογα ιδρύματα άλλων μακεδονικών πόλεων58. Το Μάρτιο του 1936 προσλαμβάνεται ως εργαστηριάρχης του ξυλουργείου ο Σακκάς και ως ξυλόγλυπτης ο Παπαγγέλου και τον επόμενο μήνα γίνεται αγιασμός στο ξυλουργείο “επί τη ενάρξει των εργασιών”59. Λίγες μέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ο υπουργός Κορυζής επισκέπτεται επί δίωρο το Ίδρυμα, προκαλώντας εύλογη αναστάτωση, και υποδεικνύει τη βελτίωση των χώρων υγιεινής60.
Την επόμενη χρονιά οι τρόφιμοι φτάνουν τους 232. Δημιουργείται μηχανουργείο με τόρνους και χυτήριο. Πλέον το Δημόσιο καλύπτει, μαζί με το Δήμο, τα τρία τέταρτα των δαπανών61. Ο παιδονόμος καταγγέλλει τον εργαστηριάρχη του ξυλουργείου ότι είναι ελαστικός στις τιμές των ειδών που παραγγέλλουν εξωτερικοί πελάτες. Η υπόθεση απασχολεί επί δίμηνο την Επιτροπή62. Είναι ο ίδιος εργαστηριάρχης πάντως που σχεδιάζει τα ερμάρια και τα κομοδίνα που αγοράζει το Σανατόριο στο ΑσΒεστοχώρι63. Η διοίκηση του παραχωρεί το ένα τέταρτο των καθαρών κερδών του ξυλουργείου64. Το καλοκαίρι του 1937 το Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως αποφασίζει αιφνιδιαστικά την αναμόρφωση του προϋπολογισμού και στέλνει επί τόπου ελεγκτή, για να συνεργαστεί με το διευθυντή του Ορφανοτροφείου. Οι έφοροι ενημερώνονται εκ των υστέρων, είναι αλήθεια με ευγενικό τρόπο65.
Τα δύο τελευταία προπολεμικά χρόνια ο αριθμός των τροφίμων ξεπερνά τους 250. Η κρατική παρέμβαση γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Η απόφαση της Ανωτέρας Ενοριακής Αντιπροσωπείας, να υπάρχει δυνατότητα κάλυψης των ελλειμμάτων ενός κοινοτικού ιδρύματος από το πλεόνασμα ενός άλλου, ουσιαστικά απορρίπτεται από το Δημόσιο, που εισάγει νέα χρονοβόρα διαδικασία66. Παραγγέλλονται στο εξωτερικό οκτώ μαχαίρια και μία πλάνη για το ξυλουργείο67 και ένας τόρνος για το μηχανουργείο68. Η εκμάθηση τέχνης γίνεται πλέον με υποχρεωτική τριετή φοίτηση, μετά από απόφαση του αρμόδιου υπουργείου69. Ιδρύεται ηλεκτροτεχνουργείο στο χώρο όπου άλλοτε ήταν οι αποθήκες του ξυλουργείου70, ανεγείρεται νέο μηχανουργείο στον περίβολο και επεκτείνεται το υφιστάμενο σιδηρουργείο71. Από το 1939 δημιουργείται στο Ορφανοτροφείο παράρτημα των σχολών “Ευκλείδης”. Αν και το κέρδος του είναι μικρό, ο κύκλος εργασιών του ξυλουργείου αυξάνει σε 500.000 δρχ. περίπου, και κατασκευάζονται έπιπλα για το Δήμο, το Πανεπιστήμιο και τη σχολή Βαλαγιάννη. Εναρμονιζόμενο με τη γενική κατάσταση, το Ορφανοτροφείο αποκτά από 1.10.1939 αυτοτελή οργάνωση της ΕΟΝ, και οι τρόφιμοι καλλιεργούν, κατ’ επιταγή του καθεστώτος, λαχανικά στον κήπο του Ιδρύματος και εκτρέφουν όρνιθες72. Με την “παρέμβαση” της συζύγου του υπουργού – γενικού διοικητή Κυρίμη, το φιλανθρωπικό σωματείο “Μέριμνα” παρήγγειλε 2.000 ζευγάρια παπούτσια από το Παπάφειο για την υπόδηση άπορων μαθητών73. Λίγο πριν, είχε πριν, είχε αγορασθεί για τις ανάγκες του ραφείου ένας καθρέφτης74, ίσως ο μοναδικός στους αχανείς χώρους του ορφανικού ανακτόρου. Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το κτίριο του Παπαφείου επιτάχθηκε από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές. Μια νέα, πολύ μεγαλύτερη περιπέτεια άρχιζε για το Ίδρυμα και τα ορφανά του75.
49 Λογοδοσία της Επιτροπής του Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτευς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1934 – 1935, χ.τ., χ.χ., σ. 3 – 4. Μετά την κατάργηση της Κοινότητας, η λογοδοσία γινόταν ενώπιον της ανωτέρας ενοριακής αντιπροσωπείας. Στην περίοδο αυτή μέλη της επιτροπής του Παπαφείου ήταν οι Ιωαννίδης, Ανδρεάδης, Οικονόμου και Φαρδής.
50 Στα πρακτικά συνεδριάσεως της 2.10.1935 καταγράφεται η υπόσχεση του πληρεξουσίου Δαρβέρη για να ενισχυθεί το Ίδρυμα από το Υπουργείο Προνοίας. Ο Α. Πετρίδης, στην προμνησθείσα (υποσ.2) δακτυλόγραφη μελέτη του μνημονεύει ως μεσολαβήσαντα για την ψήφιση ειδικού νόμου τον πληρεξούσιο Κώττα. Ο ίδιος ο Πετρίδης πήγε στην Αθήνα, ως διευθυντής του Ορφανοτροφείου εξουσιοδοτημένος από τη διοίκηση του, για να πληροφορηθεί περί της πρακτικής υλοποιήσεως του νέου νόμου. Εκεί τον περίμενε τηλεγράφημα του Ν. Μάνου με αρνητικό περιεχόμενο για το νόμο. Κατά τη γνώμη του συνήθως επιφυλακτικού Πετρίδη ο Μάνος δεν είχε αντιληφθεί το νόμο.
51 Λογοδοσία της Επιτροπής του Εθνικού Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” χρήσεως 1935 – 1936, χ.τ., χ.χ., σ. 3 – 5.
52 Πρακτικά συνεδριάσεως 16.4.1935.
53 Πρακτικά συνεδριάσεως 2.10.1935.
54 Αυτ.
55 Πρακτικά συνεδριάσεως 3.2.1936.
56 Ι. Ταγαράκης, ό.π., σ. 129.
57 Λογοδοσία της Επιτροπής του Εθνικού Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” χρήσεως 1936 – 1937, χ.τ., χ.χ., σ. 3 – 5. Από το 1936 ο Ν. Μάνος παύει να μετέχει στην επιτροπή. Από την ίδια χρονιά, ένεκα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, οι λογοδοσίες παύουν να αναφέρονται σε πραγματικά προβλήματα, και οι εκθέσεις των εφόρων δεν πρέπει να θεωρούνται αντικειμενικές.
58 Π.χ. πρακτικά συνεδριάσεων 6.2.1936 και 19.3.1936.
59 Πρακτικά συνεδριάσεων 21.3.1936 και 27.4.1936.
60 Πρακτικά συνεδριάσεως 7.9.1936.
61 Λογοδοσία της Επιτροπής του Εθνικού Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1937 – 1938, χ.τ., χ.χ., σ. 3 – 5. Η επιτροπή επιδιώκει να επιτύχει τη μετακομιδή των οστών του Παπάφη από τη Μάλτα, χωρίς όμως επιτυχία διότι ο δωρητής είχε εκδηλώσει την επιθυμία να ταφεί στη δεύτερη πατρίδα του.
62 Πρακτικά συνεδριάσεων 14.10.1936 και 9.12.1936.
63 Πρακτικά συνεδριάσεως 22.1.1937.
64 Πρακτικά συνεδριάσεως 24.5.1937.
65 Πρακτικά συνεδριάσεως 24.6.1937.
66 Πρακτικά συνεδριάσεως 21.2.1938.
67 Πρακτικά συνεδριάσεως 21.2.1938.
68 Πρακτικά συνεδριάσεως 19.3.1938.
69 Πρακτικά συνεδριάσεως 17.6.1938.
70 Πρακτικά συνεδριάσεως 23.9.1938.
71 Πρακτικά συνεδριάσεως 10.10.1938.
72 Λογοδοσία της Επιτροπής του Εθνικού Παπαφείου Ορφανοτροφείου “Ο Μελιτεύς” Θεσσαλονίκης χρήσεως 1939 -1940, χ.τ., χ.χ., σ. 3 – 9. Μέλη της Επιτροπής ήταν οι Κωνσταντίνος Μερκουρίου, Απόστολος Κοσμόπουλος, Γεώργιος Μουστάκας και Δημήτριος Σκούρας. Στην περίοδο της 4ης Αυγούστου, στο ετήσιο μνημόσυνο του Ιωάννη Παπάφη δεν ιερουργούσε ο μητροπολίτης Γεννάδιος διότι την ίδια μέρα γινόταν στην Αγία Σοφία δοξολογία επί τη ονομαστική εορτή του εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά, [ό.π., σ. 8].
73 Αυτ., σ. 7 – 8.
74 Πρακτικά συνεδριάσεως 12.9.1938.
75 Α. Πετρίδη, Το εθνικοκοινωνικόν έργον του Ιωάννη Παπάφη, όπ, (Βλ. υποσ.2). Α. Λέτσας, ό.π., ο. 234 – 240.
Ιστορίας Παραλειπόμενα
* Από το βιβλίο του Ιωάννη Ταγαράκη «Το φιλανθρωπικό έργο στην Ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης (1840 – 1928)»
Η σύντομη αυτή εξιστόρηση, κυρίως από την πλευρά της ερμηνείας του οικονομικού αδιέξοδου του Ορφανοτροφείου, δεν μπορεί ούτε και πρέπει να μεταδώσει την αίσθηση που αποκτά ο ερευνητής, καθώς διατρέχει τα τεκμήρια της ιστορίας ενός από τα μακροβιότερα, σημαντικότερα και πολυτιμότερα ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. Και είναι ακριβώς η αίσθηση της συλλογικής προσπάθειας μιας μετασχηματιζόμενης κοινωνίας να στήσει και να στηρίξει ένα θεσμό και ταυτόχρονα έναν αποτελεσματικό μηχανισμό, προκειμένου, μέσα σε συνθήκες πλήρους απουσίας ασφαλιστικής και κρατικής πρόνοιας, να αντιμετωπίσει ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της εποχής, την ορφάνια.
Η τοπική κοινωνία δεν μπόρεσε να βρει τους πόρους για να στηρίξει αυτή την προσπάθεια. Ο Ιωάννης Παπάφης, εύπορος, άκληρος, μακρινός απόδημος, που ποτέ δεν επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη μετά την σε νεαρή ηλικία αποδημία του, θα διαθέσει ένα σημαντικό κεφάλαιο που θα επιτρέψει την ανέγερση ενός από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε καθ’ ημάς Ανατολής. Το κτίριο αυτό, που δεν τελείωσε εύκολα ένεκα των ενδοκοινοτικών ερίδων του τέλους του 19ου αιώνα76, αποτέλεσε ένα σύμβολο υπερηφάνειας για τον ελληνικό κόσμο της Μακεδονίας. Η διοίκηση του Ιδρύματος αποτελείται από τους επιφανείς κοινοτικούς παράγοντες, επιτυχημένους επιχειρηματίες και επιστήμονες, που συμμετέχουν εθελοντικά όχι σε μια πολιτική διαχείριση αλλά σε μία φιλανθρωπική προσπάθεια, υπό την αιγίδα του μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται ουσιαστικά για την κατάφαση του κοσμικού στοιχείου μέσα στη λειτουργική αναπαραγωγή του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, που δεν εννοεί το λαϊκό στοιχείο ξεχωριστά από το κληρικό – στο συνδυασμό τους είναι που συναποτελούν την Εκκλησία του Κυρίου. Οι Θεσσαλονικείς αστοί που αναλαμβάνουν το έργο της διοίκησης του Ορφανοτροφείου συνέρχονται, σε τακτικά χρονικά διαστήματα, σε ιεροτελεστικές συνεδριάσεις με μακροσκελή ημερήσια διάταξη, που περιλαμβάνει τα πιο ανομοιογενή και λεπτομερειακά Ρέματα. Συχνά αναλαμβάνουν συγκεκριμένες αποστολές και καθήκοντα, όχι όμως της εμβέλειας που θα τους αποσπάσει από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Λόγω του διοικητικού αυτού συγκεντρωτισμού, η καθημερινή διαχείριση, μέσα σε όρια ασφυκτικά περιορισμένα, ανήκει στον εκάστοτε διευθυντή, λειτουργό έντιμο και φιλότιμο που, πλαισιωμένος από ένα μικρό αριθμό ανώτερων υπαλλήλων, εργάζεται χωρίς ωράριο, για να συντονίσει ένα πλήθος λειτουργιών. Όλα αυτά κάτω από την προστατευτική σκέπη της μητρόπολης, στα γραφεία της οποίας θα καταλήξει κάθε σοβαρό ζήτημα.
Στα όρια του κόσμου αυτού, κάθε πρόβλημα που δεν είναι επείγον μπορεί να βρει κάποια λύση. Οι εφορείες των εκπαιδευτηρίων, του νοσοκομείου, του γηροκομείου και του ορφανοτροφείου, οι διοικήσεις των φιλόπτωχων αδελφοτήτων συνεργάζονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη βοήθεια της μητρόπολης ή της κοινοτικής αντιπροσωπείας. Σ’ αυτό τον κόσμο, που διαρκεί όσο και η τουρκοκρατία, το κράτος είναι κάτι μακρινό και αλλότριο, όχι μόνο γιατί είναι αλλοεθνές αλλά και γιατί είναι οπισθοδρομικό. Οι κρατικοί λειτουργοί στην καλύτερη περίπτωση μπορούν απλώς να μην εμποδίσουν τις κοινοτικές προσπάθειες. Αυτές οι συνθήκες οδηγούν σε λύσεις περιορισμένες στα κοινοτικά πλαίσια, με απώτερα οικονομικά περιθώρια τις προσόδους των εκκλησιών, των κοινοτικών κτημάτων και τις εθελοντικές ατομικές προσφορές αλλά, ταυτόχρονα, λύσεις διαπνεόμενες από το σύνδρομο της αυτενέργειας και της αυτάρκειας77. Μέσα στο μικρόκοσμο της χριστιανικής κοινότητας, η κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας διεκπεραιώνει τα καθήκοντα της έναντι των προβλημάτων των φτωχών, των ασθενών, των παιδιών, επειδή ακριβώς είναι η κορυφή της ιεραρχίας και τα προβλήματα αυτά είναι δικά της. Το οθωμανικό κράτος φορολογεί, καταπιέζει και κερδοσκοπεί, αδιαφορώντας για τα προβλήματα των επιμέρους θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αλλάζει τελείως το σκηνικό. Ένας νέος κρατικός μηχανισμός εγκαθίσταται. Οι κοινοτικοί θεσμοί σταδιακά αχρηστεύονται, τίθενται υπό έλεγχο, διαλύονται. Τα προβλήματα των σχολείων, του νοσοκομείου και των άλλων πρώην κοινοτικών ιδρυμάτων δεν παίρνουν την προτεραιότητα τους μέσα στα όρια του παλιού κόσμου αλλά σε ένα πολύ πιο εκτεταμένο πλαίσιο. Το Παπάφειο δεν είναι πια το κόσμημα της χριστιανικής Θεσσαλονίκης αλλά ένα ακόμη ορφανοτροφείο από τα πολλά στην Ελλάδα. Οι προτεραιότητες του πολέμου θέτουν τη σημασία της εκπαίδευσης και της διαβίωσης των ορφανών σε δεύτερη μοίρα. Οι αλλεπάλληλες επιτάξεις δημιουργούν συνθήκες διαλυτικές, και είναι πραγματικά θαύμα πώς το Παπάφειο τις ξεπέρασε. Με τη διάλυση της Κοινότητας η μητρόπολη δεν μπορεί πια να συνδράμει με την ανακατανομή των κοινοτικών – εκκλησιαστικών πόρων. Η συναλλαγματική πτώση του γαλλικού φράγκου, νόμισμα με το οποίο αποδίδονταν οι τόκοι του κληροδοτήματος του Παπάφη, αποδυνάμωσε τους ιδίους πόρους του Ορφανοτροφείου.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα προήλθε από την αδυναμία των διοικήσεων να αναπτύξουν του ιδίους πόρους του Ιδρύματος. Σε αντιπαραβολή, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή αρχίζει να λειτουργεί την ίδια χρονιά με το Παπάφειο, με πολύ πιο ταπεινά μέσα. Σε μία εικοσαετία, ακριβώς την εποχή που το Ορφανοτροφείο διανύει τη Βαθιά οικονομική κρίση του, η σχολή αυτή είναι ουσιαστικά αυτάρκης και πολύ μεγαλύτερη, έχοντας δώσει έμφαση στην ανάπτυξη των καλλιεργειών και στην οικονομική αυτοδυναμία78. Αντίθετα, στο Παπάφειο τα εργαστήρια παραμένουν ένα απλό εκπαιδευτικό παράρτημα, χωρίς ποτέ οι διοικήσεις να ξεπεράσουν τη διατύπωση ευχών για την αναδιοργάνωση τους και την ίδρυση ενός εμπορικού πρατηρίου μέσα στην αγορά, το οποίο θα επέτρεπε την αύξηση των πωλήσεων. Οι τέχνες που διδάσκονται παραμένουν ουσιαστικά οι ίδιες, στενά παραδοσιακές, βγαλμένες από τον κόσμο του 19ου αιώνα. Στη δεκαετία του 1920, ενώ η Αμερικανική Γεωργική Σχολή -ίδρυμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας χωρίς μόνιμη υποστήριξη από το αμερικανικό κράτος – επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της και συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, το Παπάφειο εκποιεί κεντρικά οικόπεδα, για να καλύψει τα τρέχοντα ελλείμματα του. Η ευρηματικότητα των διοικήσεων εξαντλείται σε προτάσεις για εκμίσθωση του κτιρίου σε τρίτους, το Δημόσιο αναλώνεται σε επιβουλές κατά του κτιρίου, περιμένοντας να βοηθήσει, όταν πια δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια, όταν αυτό που πρωτύτερα θα μπορούσε να είναι επένδυση δεν μπορεί πλέον παρά να είναι κάλυμμα ελλείμματος. Στα τελευταία προπολεμικά χρόνια τα εργαστήρια επεκτείνονται, αλλά το διοικητικό σύστημα είναι τόσο συγκεντρωτικό και τόσο εξαρτημένο από το Δημόσιο, που όλα πλέον είναι ενταγμένα σε μία νοοτροπία διαχείρισης. Στη θέση των παλιών κοινοτικών αρχόντων, διορισμένοι έφοροι αναλώνονται σε ένα δίχως τέλος πόλεμο εγγράφων με αρμοδίους και μη για την επίσπευση του κρατικού εμβάσματος.
Πέρα από τις παραπάνω αδυναμίες, που χαρακτηρίζουν περισσότερο την νεοελληνική κοινωνία παρά το ίδιο το Παπάφειο, το Ίδρυμα αυτό κατάφερε, χάρη στην υποστήριξη της (Εκκλησίας και το μόχθο των εφόρων, των διευθυντών και του προσωπικού του, να περιθάλψει εκατοντάδες παιδιά, μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και χιλιάδες άλλα μετά από αυτόν. Ένας μεγάλος αριθμός ξυλουργών και επιπλοποιών, ραπτών και σιδηρουργών, μηχανοτεχνιτών και ηλεκτρολόγων της Θεσσαλονίκης επιδείκνυε και επιδεικνύει την ιδιότητα του αποφοίτου του Ορφανοτροφείου ως τίτλο τιμής. Ίσως αυτός είναι ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής που ένα ίδρυμα μπορεί να αποκτήσει.
76 Ε. Χεκίμογλου, “Ταραχές στις ενορίες”, Μακεδονική Ζωή, τχ. 315 (Αύγουστος 1992) σ.20 – 23, τχ. 316 (Σεπτέμβριος 1992) σ. 18 – 22, τχ. 317 (Οκτώβριος 1992) σ. 14 – 19.
77 Idem, “Νεότερες και λανθάνουσες ειδήσεις για τα εκπαιδευτήρια και τους οικονομικούς πόρους της ελληνορθόδοξης κοινότητας Θεσσαλονίκης, 1850 – 1912”, Θεσσαλονίκη, Επιστημονική Επετηρίδα Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, 4 (υπό εκτύπωση), 17 – 47.
78 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος καν Αμερικανική Γεωργική Σχολή, Δουλεύοντας τη Γη. Φωτογραφική Ιστορία της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, Θεσσαλονίκη 1994.