Κτιριακή Υποδομή

Το Παπάφειο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων,
που άρχισε να διαμορφώνεται στη Θεσσαλονίκη ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.

Παπαφειο

Καταλαμβάνει στο μεσαίο τμήμα οικοπέδου, συνολικού εμβαδού περίπου 7000 m2, μεταξύ των οδών ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ – ΠΑΠΑΦΗ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ – ΚΑΤΣΙΜΙΔΗ.

Η αποπεράτωση του κτιρίου του Παπαφείου έγινε, έπειτα από πολλές δυσκολίες, υπό “την ανωτάτην εποπτείαν της κατά το σχέδιον οικοδομής” την οποίαν εκτελούσε “ο άριστος των παρ’ ημίν μηχανικός κ. Ξενοφών Παιονίδης”, με βοηθό τον “έμπειρον αρχιτέκτονα” Β. Σφύρκο, και χρησιμοποιώντας “ως γενικόν επιστάτην επί των υλικών τον γνωστόν αρχιτέκτονα κ. Αριστοτέλην Κοκκινάκην” με βοηθό επιστάτη τον Κ. Κρέη. Το 1899 πραγματοποιήθηκε συμπληρωματική αγορά γης για τον ορθογωνισμό του αρχικού οικοπέδου. Για την ανέγερση του κτιρίου αγοράσθηκαν τούβλα και κεραμίδια από τους αδελφούς Αλατίνι “εις τας πλέον συγκαταβατικάς τιμάς, από δε την Ευρώπην” έγινε η προμήθεια του τσιμέντου και των σιδηρών δοκών. Χρησιμοποιήθηκαν 100.000 οκάδες ασβέστη και 1750 κ.μ. άμμου. Η ξυλεία αγοράσθηκε από τη θεσσαλονίκη. Με τα θέματα αυτά ασχολήθηκαν κορυφαίοι παράγοντες της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Θεσσαλονίκης, όπως οι Γεωργιάδης, Σιμμώτας και Σερέφας.

To Παπάφειο τότε

Το κτίριο του Παπαφείου διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: ισόγειο και δύο ορόφους. Η κάτοψη διαμορφώνεται σε σχήμα Ε, όπου δίνονται συμβολικές προεκτάσεις σύνδεσης με το όραμα της Ελεύθερης Ελλάδας, ενώ δεν λείπουν βέβαια επιδράσεις από παρόμοια τυπολογία κτιρίων της Ευρώπης.

Η κάτοψη ακολουθεί αυστηρό κάνναβο και άξονες συμμετρίας, οι οποίοι απαντούνται και στην οργάνωση των όψεων, όπου βρίσκει εφαρμογή το τρίπτυχο: βάση-κορμός-στέψη.

Το στατικό σύστημα, σύμφωνα με ανάλογες κατασκευές κτιρίων της ίδιας εποχής και του ίδιου αρχιτέκτονα, αφού εκτενέστερη μελέτη σε αυτή την πρώτη φάση της μελέτης ήταν αδύνατη, εικάζεται οτι είναι αυτό της φέρουσας τοιχοποιίας με θεμελίωση που εδράζεται πάνω σε κάνναβο από διασταυρωμένα σενάζ.

Η φέρουσα τοιχοποιία φέρει σιδηροδοκούς μορφής διπλού Τ σε τακτά διαστήματα και με άξονες που διαφέρουν στις πτέρυγες. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται καμαρόκτιστη κατασκευή από τούβλο και συνδετικό υλικό και πάνω τους εδράζεται κεραμικό ή μαρμάρινο δάπεδο.

Η κατασκευή διαφέρει στο κεντρικό τμήμα του κτιρίου  (όπου και ο άξονας συμμετρίας) όπου εμφανίζεται φατνωματική κατασκευή.

  • Στο ισόγειο τοποθετούνται: τραπεζαρία, εντευκτήριο, χώρος αναψυχής, εργαστήριο ραφείου και αποθήκες ιματισμού, κοιτώνες υπηρετικού προσωπικού
  • Στον α΄ όροφο: αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία διδακτικού προσωπικού. Στον α΄ όροφο, το γραφείο του διευθυντή έχει μετατραπεί σε μουσείο-μνήμη προς το βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ που πέθανε εκεί.
  • Στο β΄ όροφο βρίσκονται οι κοιτώνες των παιδιών και στο κέντρο η αίθουσα των τελετών.

Στο ισόγειο, όπου αναπτύσσονται οι χώροι έντονης καταπόνησης τα δάπεδα αποτελούνται αποκλειστικά από γαρμπιλομωσαϊκό, ενώ στους ορόφους απαντώνται και μαρμάρινα δάπεδα με διακοσμητικά μοτίβα κυρίως στους χώρους κύριας κυκλοφορίας.

Το Παπάφειο Σήμερα

Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση των όψεων σε τρεις οριζόντιες ζώνες ακολουθώντας τη βασική αρχή του κλασικισμού: βάση, κορμός, επίστεψη. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται με τις συνεχείς σειρές των ανοιγμάτων, τις οριζόντιες διακοσμητικές ταινίες καθώς και το γείσο επίστεψης του κτιρίου.

Στην πρόσοψη, το κεντρικό τμήμα προεξέχει ελαφρά με τη δημιουργία πρόπυλου, που οδηγεί στη μνημειώδη είσοδο του ιδρύματος, μέσω της τριπλής μαρμάρινης σκάλας. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή Π. Παπαγεωργίου, χαραγμένοι στη ζωφόρο της κιονοστοιχίας, του πρόπυλου: “ΤΟΙΟΝΔ ΟΡΦΑΝΙΚΟΙΣ ΠΑΠΑΦΗΣ ΔΕΙΜΑΤΟ ΟΙΚΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΧΑΡΗ ΕΣΘΛΟΝ ΙΩΑΝΝΗΣ”. Τα δύο άκρα της πρόσοψης προεξέχουν επίσης, οργάνωση που εφαρμόζεται και σε άλλα δημόσια κτίρια της εποχής (Γ΄ Σώμα Στρατού, Νοσοκομείο Αγ. Δημήτριος…).

Η επί μέρους μορφολογική επένδυση των όψεων θυμίζει αναγεννησιακά πρότυπα.

Τα ανοίγματα είναι δύο τύπων: ορθογώνια και τοξωτά ημικυκλικά. Φέρουν δε κουφώματα διπλά ανοιγόμενα με φεγγίτη, χωρίς παντζουρόφυλλα. Ο τύπος των κουφωμάτων ομαδοποιείται είτε κατά ζώνες όσον αφορά τους ορόφους, είτε κατά τμήματα όσον αφορά τις ¨κεραίες¨ του κτιρίου. Συνέπεια στα ορθογώνια ανοίγματα απαντάται στο ισόγειο όπου και εμφανίζονται προστατευτικά σιδερένια κιγκλιδώματα με διακοσμητικά μοτίβα. Τετράγωνα ανοίγματα εμφανίζονται αποκλειστικά στους φεγγίτες της υπερυψωμένης αίθουσας τελετών, στο β΄ όροφο.

Εκεί έχει κατασκευαστεί και ο ένας από τους δύο εξώστες του κτιρίου, ως επίστεψη του πρόπυλου της κυρίας εισόδου και φέρει μαρμάρινο κιγκλίδωμα. Ο δεύτερος εξώστης, συναντάται στο ύψος του πλατύσκαλου του κύριου κλιμακοστάσιου, στην πλευρά της εσωτερικής πλατείας που διαμορφώνει το κτίριο, με κιγκλίδωμα σιδερένιο με έντονη διακόσμηση.

Στο εσωτερικό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η οργάνωση του χώρου της εισόδου που φαίνεται να προεκτείνεται στο χώρο του κλιμακοστασίου μέσα από τις δύο κιονοστοιχίες που αποτελούν επανάληψη της κιονοστοιχίας του πρόπυλου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αίθουσα των τελετών του β΄ ορόφου, όπου εντυπωσιάζει το ύψος που καλύπτει δύο ορόφους.

Ειδικά η κύρια είσοδος στο κτίριο, μέσω του α΄ ορόφου, εξασφαλίζεται μέσω των τριών επάλληλων ανοιγμάτων με τα διπλά ανοιγόμενα πορτόφυλλα με τους ημικυκλικούς φεγγίτες. Οι πόρτες είναι ξύλινες ταμπλαδωτές με ανάγλυφα μοτίβα στους ταμπλάδες και ανοιγόμενα παράθυρα πάνω από αυτούς με προστατευτικά σιδερένια κιγκλιδώματα.

Ίδιου τύπου είναι και η δευτερεύουσα είσοδος που οδηγεί -σε συνέχεια της κύριας εισόδου- στο πίσω μέρος του κτιρίου, στην εσωτερική αυλή, μόνο που αυτή είναι απλά, διπλή ανοιγόμενη με ορθογώνιο φεγγίτη.

Οι υπόλοιπες προσβάσεις στο κτίριο στο επίπεδο του ισογείου, όπως και αυτή που βρίσκεται στο τμήμα κάτω από τη μνημειώδη σκάλα της κυρίας εισόδου, εξασφαλίζονται μέσω κοινών ταμπλαδωτών φύλλων μονών ή διπλών ανοιγόμενων.

Διπλά ανοιγόμενα ταμπλαδωτά φύλλα με φεγγίτες χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του κτιρίου με μόνη διαφοροποίηση στα πετάσματα που απομονώνουν τις πτέρυγες στον α΄ και β΄ όροφο όπου οι φεγγίτες φέρουν διακόσμηση.

Η πρόσβαση στους ορόφους εξασφαλίζεται είτε με το κυρίως κλιμακοστάσιο στο χώρο της κυρίας εισόδου, είτε με τα βοηθητικά κλιμακοστάσια στο πέρας των δύο πτερύγων. Αυτά είναι μαρμάρινα και φέρουν κιγκλιδώματα σιδερένια με διακόσμηση.

Η στέγαση του κτιρίου πραγματοποιείται με την εγκιβωτισμένη δίριχτη στέγη που ¨τρέχει¨ κατά μήκος των πτερύγων ενώ διακόπτεται στο κεντρικό υπερυψωμένο τμήμα του κτιρίου καθώς και στις ¨αρθρώσεις¨ και τις απολήξεις τους. Εκεί διαμορφώνεται τετράριχτη εγκιβωτισμένη κεραμοσκεπή.

Μετά τους σεισμούς του ‘78, το κτίριο υφίσταται ζημιές ιδιαίτερα στη στέγη και στο υπερυψωμένο κεντρικό τμήμα που αντιστοιχεί στην αίθουσα τελετών. Σύμφωνα με μελέτη της ΥΑΣΒΕ έγινε επισκευή του με την τοποθέτηση ελκυστήρων (βλ. αρχείο τέως ΥΑΣΒΕ).

Στα πλαίσια αυτής της επέμβασης, γίνεται αντικατάσταση του ψηλού μαντρότοιχου του ιδρύματος με νέα περίφραξη, η οποία αποτελείται από χυτοσιδηρό κιγκλίδωμα προκατασκευασμένο και έχει τοποθετηθεί στη θέση της ισχύουσας ρυμοτομικής γραμμής.

ΠΑΠΑΦΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ

Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Αρρένων Θεσσαλονίκης
“ Ο Μ Ε Λ Ι Τ Ε Υ Σ ”